Ἄιδοσδε

Ἄιδοσδε
Ἄϊδόσδε , Αἵδης
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ρέθος — εος, τὸ, Α 1. το πρόσωπο («ῥέθος ἀελίω δεῑξον», Ευρ.) 2. το σώμα 3. πληθ. τὰ ῥέθη τα μέλη τού σώματος («ψυχὴ δ ἐκ ῥεθέων πταμένη», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. ῥέθος απαντά αρχικά στην αιολ. λυρική ποίηση με τη σημ. «πρόσωπο» και με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”